Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάδυση η [anáδisi] Ο33 : 1.άνοδος από το βυθό στην επιφάνεια. ANT κατάδυση: H ~ του δύτη. Σύστημα ανάδυσης του υποβρυχίου. || (επέκτ.) για κτ. που γίνεται σιγά σιγά ορατό, σαν να αναδύεται: Παρακολουθούσαμε την ~ του ήλιου μέσα από τον ορίζοντα. 2. (μτφ.) προοδευτική εμφάνιση ή δημιουργία ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης: Έζησε την ~ ενός καινούριου κόσμου μέσα από τα συντρίμμια του παλιού.
[λόγ. < αρχ. ἀνάδυ(σις) -ση]