Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάγωγος
2 εγγραφές [1 - 2]
ανάγωγος 1 -η -ο [anáγογos] Ε5 : που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή· κακοαναθρεμμένος, αγενής: Έχει ανάγωγη συμπεριφορά. ~ άνθρωπος. Aνάγωγο παιδί. ανάγωγα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε πολύ ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνάγωγος (αρχ. σημ. για ζώα)]

ανάγωγος 2 -η -ο : (μαθημ.) που δεν επιδέχεται αναγωγή: Aνάγωγα κλάσματα.

[λόγ. αναγωγ(ή) -ος με υποχωρ. κίνηση του τόνου για ένδειξη στερητικής σημ., μτφρδ. γαλλ. irréductible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες