Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάγνωσμα το [anáγnozma] Ο49 : 1.κάθε κείμενο, συνήθ. όταν πρόκειται για κείμενο που διαβάζεται απλά και ευχάριστα, χωρίς να απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη: Λαϊκό / ιστορικό ~. Nεοελληνικά αναγνώσματα, συλλογή λογοτεχνικών κειμένων για τη διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη μέση εκπαίδευση. 2. (εκκλ.) απόσπασμα ιερού κειμένου που διαβάζεται στην εκκλησία. ΦΡ βλακείας / ανοησίας / φλυαρίας κτλ. το ~, για κτ. που γίνεται κατ΄ εξακολούθηση και έχει μεγάλη διάρκεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάγνωσμα]
- αναγνωσματάριο το [anaγnozmatário] Ο42 : (παρωχ.) το αναγνωστικό.
[λόγ. αναγνωσματ- (ανάγνωσμα) -άριον]