Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμύητος
1 εγγραφή
αμύητος -η -ο [amíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν μυήσει, που δεν είναι μυημένος: Στους αμύητους δεν αποκαλύπτονται τα μυστικά της οργάνωσης. || που δεν έχει εμβαθύνει σε μία τέχνη, σε μία επιστήμη κτλ.: Είναι ~ στη μουσική. Οι ταινίες του δεν απευθύνονται στους αμύητους.

[λόγ. < αρχ. ἀμύητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες