Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμύητος -η -ο [amíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν μυήσει, που δεν είναι μυημένος: Στους αμύητους δεν αποκαλύπτονται τα μυστικά της οργάνωσης. || που δεν έχει εμβαθύνει σε μία τέχνη, σε μία επιστήμη κτλ.: Είναι ~ στη μουσική. Οι ταινίες του δεν απευθύνονται στους αμύητους.
[λόγ. < αρχ. ἀμύητος]