Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμόνοιαστος
1 εγγραφή
αμόνοιαστος -η -ο [amónastos] Ε5 : που βρίσκεται σε διχόνοια με κπ., που δεν μπορεί να συνεννοηθεί, να μονοιάσει μαζί του. ANT μονοιασμένος: Nύφη και πεθερά είναι αμόνοιαστες. αμόνοιαστα ΕΠIΡΡ.

[α- 1 μονοιασ- (μονοιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες