Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμόλυντος
1 εγγραφή
αμόλυντος -η -ο [amólindos] Ε5 : 1.που δεν έχει μολυνθεί, δεν έχει προσβληθεί από μικρόβια: Aυτή η περιοχή της χώρας έμεινε αμόλυντη από τη χολέρα. 2. (μτφ., παρωχ.) ο ηθικά αγνός, ο αδιάφθορος και κυρίως για γυναίκα, η παρθένα.

[λόγ. < ελνστ. ἀμόλυντος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες