Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφισβητώ [amfizvitó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.έχω βάσιμες αντιρρήσεις για την αλήθεια ή την ορθότητα ενός πράγματος: ~ τα λεγόμενά του. Δεν ~ τις καλές του προθέσεις. Aμφισβητείται η εντιμότητά του. Tο γεγονός αυτό είναι αμφισβητούμενο. || έχω αντιρρήσεις για την εγκυρότητα ενός πράγματος, δεν το αποδέχομαι και με επέκταση προβάλλω αξιώσεις για κτ.: ~ τη διαθήκη / την κληρονομιά. 2. για κτ. που δε γίνεται ευρύτερα αποδεκτό: H ανακάλυψή του αμφισβητήθηκε. Για πολύ καιρό ο κινηματογράφος αμφισβητήθηκε ως τέχνη. Στις μέρες μας αμφισβητούνται οι καθιερωμένες πολιτικές και κοινωνικές αξίες. Είναι το πιο αμφισβητούμενο έργο που ανέβηκε ποτέ σε ελληνικό θέατρο. || αρνούμαι κτ., είμαι αντίθετος σε κτ.: Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τα δικαιώματα της νεολαίας για μόρφωση;
[λόγ. < αρχ. ἀμφισβητῶ]