Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφιβάλλω
1 εγγραφή
αμφιβάλλω [amfiválo] -ομαι στη σημ. β Ρ πρτ. αμφέβαλλα, αόρ. αμφέβαλα, απαρέμφ. αμφιβάλει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : α.δεν είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ., έχω αμφιβολίες για κτ.: ~ για την τιμιότητά του. Ως προς τα προσόντα του δεν αμφέβαλα ποτέ. Οι σκεπτικιστές αμφιβάλλουν για όλα. ~ αν θα σε δεχτεί. ~ αν θα πληρώσει. ~ αν το πήρε είδηση κανείς άλλος. Δεν ~ ότι θα έρθει. Θα του ζητήσεις αύξηση; - Γιατί, αμφιβάλλεις;, ως έκφραση απόλυτης βεβαιότητας. β. (παθ.) υπάρχει αμφιβολία, αμφισβήτηση για κτ.: Aμφιβάλλεται η ορθογραφία μερικών διπλοσχημάτιστων ρημάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβάλλω, αρχ. σημ.: `ρίχνω γύρω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες