Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφίσημος
1 εγγραφή
αμφίσημος -η -ο [amfísimos] Ε5 : που επιδέχεται δύο διαφορετικές ερμηνείες· δίσημος: Aμφίσημη πρόταση.

[λόγ. αμφι- + -σημος κατά το ελνστ. δίσημος `με αμφίβολη ποσότητα (για συλλαβή)΄, απόδ. γαλλ. ambigu ή αγγλ. ambiguous]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες