Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφίβραχυς ο [amfívraxis] Ο : (λόγ.) στην αρχαία ελληνική μετρική, ρυθμικός πόδας που αποτελείται από τρεις συλλαβές, τις δύο ακραίες βραχύχρονες και τη μεσαία μακρόχρονη. || (ως επίθ.): ~ πόδας.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. ἀμφίβραχυς]