Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμφίβραχυς
1 εγγραφή
αμφίβραχυς ο [amfívraxis] Ο : (λόγ.) στην αρχαία ελληνική μετρική, ρυθμικός πόδας που αποτελείται από τρεις συλλαβές, τις δύο ακραίες βραχύχρονες και τη μεσαία μακρόχρονη. || (ως επίθ.): ~ πόδας.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του ελνστ. επιθ. ἀμφίβραχυς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες