Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυγδαλεώνας
1 εγγραφή
αμυγδαλεώνας ο [amiγδaleónas] Ο2 : μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με αμυγδαλιές.

[λόγ. αμυγδαλ(ή) -εών > -εώνας (δες -ώνας) λόγ. επίδρ. στο αμυγδαλιώνας < αμυγδαλ(ιά) -ιώνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες