Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμυγδαλεώνας ο [amiγδaleónas] Ο2 : μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με αμυγδαλιές.
[λόγ. αμυγδαλ(ή) -εών > -εώνας (δες -ώνας) λόγ. επίδρ. στο αμυγδαλιώνας < αμυγδαλ(ιά) -ιώνας]