Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυγδαλή
1 εγγραφή
αμυγδαλή η [amiγδalí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : αδένες σε σχήμα αμυγδάλου που βρίσκονται στη βάση του ουρανίσκου, στο φάρυγγα: Aριστερή / δεξιά ~. Πυώδεις αμυγδαλές. Yποφέρει από τις αμυγδαλές του. Πρήστηκαν οι αμυγδαλές μου. Έχω αμυγδαλές.

[λόγ. < αρχ. ἀμυγδαλῆ `αμυγδαλιά΄ σημδ. γαλλ. amygdale (στη νέα σημ.) < λατ. amygdala < αρχ. ἀμυγδάλη `αμύγδαλο΄, με σφαλερή ταύτιση: ἀμυγδάλη - ἀμυγδαλῆ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες