Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπραγιάζ
1 εγγραφή
αμπραγιάζ το [ambrajáz] Ο (άκλ.) : αποσυμπλέκτης αυτοκινήτου, ο οποίος διακόπτει τη σύνδεση της μηχανής με τις ρόδες· ντεμπραγιάζ.

[λόγ. < γαλλ. embra yage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες