Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπουγάδιαστος
1 εγγραφή
αμπουγάδιαστος -η -ο [abuγáδjastos] Ε5 : (για ρούχα) που δεν τον έχουν μπουγαδιάσει.

[α- 1 μπουγαδιασ- (μπουγαδιάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες