Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμπερόμετρο το [amberómetro] Ο41 : (φυσ.) όργανο για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος σε αμπέρ.
[λόγ. < γαλλ. ampèremètre (-mètre = -μετρον) με ανάπτ. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]