Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελώνας
1 εγγραφή
αμπελώνας ο [ambelónas] Ο2 : μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με αμπέλια: Συνεταιριστικοί αμπελώνες.

[λόγ. < αρχ. ἀμπελών, αιτ. -ῶνα (πρβ. μσν. αμπελώνας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες