Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελοκόμος
1 εγγραφή
αμπελοκόμος ο [ambelokómos] Ο18 : ο αμπελουργός.

[λόγ. < μσν. αμπελοκόμος < αμπελο- + -κόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες