Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμπαλάρω [ambaláro] -ομαι Ρ6 : τοποθετώ κτ. μέσα σε κιβώτιο ή σε κουτί ή το τυλίγω με χαρτί ή με άλλο σχετικό υλικό, ώστε να μπορεί να μεταφερθεί με ασφάλεια· συσκευάζω: Tα γυαλικά πρέπει να αμπαλαριστούν καλά. Έχουμε ήδη αμπαλάρει τα πράγματα για τη μετακόμιση. Tο δώρο ήταν πολύ ωραία αμπαλαρισμένο.
[ιταλ. abballar(e) -ω]