Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπαλάζ
1 εγγραφή
αμπαλάζ το [ambaláz] Ο (άκλ.) : το αμπαλάρισμα. || το περιτύλιγμα, συνήθ. για κτ. το οποίο προσφέρεται ως δώρο: Xαρτί για ~. ~ δώρου. Xριστουγεννιάτικο ~. Ωραίο ~.

[λόγ. < γαλλ. emballage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες