Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμορτισέρ
1 εγγραφή
αμορτισέρ το [amortisér] Ο (άκλ.) : εξάρτημα μηχανών, ιδίως αυτοκινήτων, με το οποίο πετυχαίνεται η ελάττωση των κραδασμών και η απόσβεση των ταλαντώσεων· αποσβεστήρας ταλαντώσεων: Tηλεσκοπικό ~.

[λόγ. < γαλλ. amortisseur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες