Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμοραλιστής ο [amoralistís] Ο7 θηλ. αμοραλίστρια [amoralístria] Ο27 : (φιλοσ.) αυτός που υπερβαίνει συνειδητά τους ηθικούς κανόνες χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με τη συνείδησή του, που δε δέχεται να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του με βάση τους ηθικούς κανόνες. || άνθρωπος χωρίς ηθικές αρχές.
[λόγ. < γαλλ. amoraliste (-iste = -ιστής)· λόγ. αμοραλισ(τής) -τρια]