Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμοιρολόγητος
1 εγγραφή
αμοιρολόγητος -η -ο [amirolójitos] Ε5 : που δεν τον μοιρολόγησαν, που δεν τον έκλαψαν με μοιρολόγια· άκλαυτος, αθρήνητος. || (επέκτ.) που δεν τον πένθησαν.

[α- 1 μοιρολογη- (μοιρολογώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες