Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμνησίκακος -η -ο [amnisíkakos] Ε5 : που δεν κρατά κακία για το κακό που του έκαναν, που δεν επιζητεί εκδίκηση· ανεξίκακος. ANT μνησίκακος.
[λόγ. < ελνστ. ἀμνησίκακος]