Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμινοξύ το [aminoksí] Ο γεν. αμινοξέος, πληθ. αμινοξέα, γεν. αμινοξέων (συνήθ. πληθ.) : (χημ.) ονομασία οργανικών ενώσεων που έχουν τις βασικές ιδιότητες και των αμινών και των οξέων: Σύνθεση / κατάταξη / ιδιότητες των αμινοξέων.
[λόγ. αμιν(ο)- οξύ μτφρδ. γαλλ. acides aminés ή αγγλ. amino-acids (πληθ.)]