Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμετροεπής
1 εγγραφή
αμετροεπής -ής -ές [ametroepís] Ε10 : που τον χαρακτηρίζει η αμετροέπεια, η έλλειψη μέτρου στα λόγια.

[λόγ. < αρχ. ἀμετροεπής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες