Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμεταχείριστος -η -ο [ametaxíristos] Ε5 : (για πργ.) που δεν τον μεταχειρίστηκαν, δεν τον χρησιμοποίησαν καθόλου· αχρησιμοποίητος. ANT μεταχειρισμένος: Aυτοκίνητο σχεδόν / τελείως αμεταχείριστο.
[λόγ. < αρχ. ἀμεταχείριστος `δύσκολος να τον κουμαντάρεις΄ σημδ. γερμ. ungebraucht]