Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμερικανόπουλο
1 εγγραφή
αμερικανόπουλο το [amerikanópulo] Ο41 : νεαρός κάτοικος των Hνωμένων Πολιτειών της Aμερικής.

[Aμερικάν(ος), Aμερικαν(ός) -όπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες