Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμελώ
2 εγγραφές [1 - 2]
αμελώ [ameló] Ρ10.9α : δείχνω αμέλεια. α. δε φροντίζω να κάνω κτ.: Aμέλησε να μαγειρέψει κι έμειναν νηστικοί. Έπρεπε να σου είχα τηλεφωνήσει αλλά αμέλησα. β. (λόγ.) παραμελώ κτ.: ~ τις δουλειές / τα μαθήματά μου / τα καθήκοντά μου.

[λόγ. < αρχ. ἀμελῶ]

αμέλωτος -η -ο [amélotos] Ε5 : ANT μελωμένος. α. που δεν του έβαλαν μέλι: Aμέλωτα μελομακάρονα / φοινίκια. β. που δεν έχει μελώσει: Aμέλωτα σύκα / σταφύλια.

[α- 1 μελώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες