Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμελής -ής -ές [amelís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμέλεια. ANT επιμελής: Είναι κάποιος ~ στη δουλειά / στα καθήκοντά του. ~ μαθητής.
αμελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀμελής, ἀμελῶς]