Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αμελής
1 item total
αμελής -ής -ές [amelís] Ε10 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αμέλεια. ANT επιμελής: Είναι κάποιος ~ στη δουλειά / στα καθήκοντά του. ~ μαθητής. αμελώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀμελής, ἀμελῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go