Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαυρός
1 εγγραφή
αμαυρός -ή -ό [amavrós] Ε1 : (σπάν.) που δεν είναι έντονος ή φωτεινός· θαμπός: Aμαυρή λάμψη. Aμαυρό φως.

[λόγ. < αρχ. ἀμαυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες