Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαξηλάτης
1 εγγραφή
αμαξηλάτης ο [amaksilátis] Ο10 : (λόγ.) ο αμαξάς.

[λόγ. < ελνστ. ἁμαξηλάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες