Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμακιγιάριστος
1 εγγραφή
αμακιγιάριστος -η -ο [amakijáristos] Ε5 : (για πρόσ.) α. που δεν είναι μακιγιαρισμένοςα, άβαφος: Aμακιγιάριστο πρόσωπο. Δε βγαίνει ποτέ έξω αμακιγιάριστη. β. για ηθοποιό που δεν έχει μακιγιαριστεί για να υποδυθεί κπ. ρόλο.

[α- 1 μακιγιαρισ- (μακιγιάρω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες