Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμίμητος
1 εγγραφή
αμίμητος -η -ο [amímitos] Ε5 : που είναι τέτοιος, ιδίως τόσο πετυχημένος, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον μιμηθεί και ιδίως να τον φτάσει ή να τον ξεπεράσει: Hθοποιός ~ σε ορισμένο ρόλο. Aμίμητο ύφος / στιλ / χιούμορ. Διηγείται ανέκδοτα με αμίμητο τρόπο. || (ειρ.): Ο ~ δικτάτορας / απατεώνας. || (ως ουσ.) το αμίμητο, (για λόγια ή πράξη): Ποιος βασιλιάς είπε εκείνο το αμίμητο «εγώ είμαι το κράτος»; αμίμητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀμίμητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες