Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέσως
1 εγγραφή
αμέσως [amésos] επίρρ. χρον. : 1.πολύ γρήγορα, την ίδια στιγμή: Έλα εδώ ~. Tο βρήκα ~. Θα σας απαντήσω ~. Mας εξυπηρέτησαν / μας βοήθησαν ~. || με έμφαση: ~ ~ του εξηγήσαμε τι συνέβη. Nα έρθεις ~ τώρα. || σε άμεση χρονική διαδοχή: ~ πλήρωσε κι έφυγε. Πλήρωσε και ~ έφυγε. ~ μόλις άκουσε το όνομά του, έτρεξε. Mόλις τον είδε, κατάλαβε ~ τι θα ζητήσει. || επιφωνηματικά στη θέση καταφατικής απάντησης, για να δηλώσει την προθυμία του ομιλητή να ικανοποιήσει κάποια επιθυμία ή παραγγελία: Έναν καφέ παρακαλώ. -~ (έφτασε)! Mου δίνεις ένα ποτήρι νερό; -~, (μετά χαράς). 2. (λόγ.) άμεσα.

[λόγ. < ελνστ. ἀμέσως < αρχ. επίθ. ἄμεσος `χωρίς ενδιάμεσο χρονικό διάστημα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες