Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμάχη η [amáxi] Ο30α : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1α. έχθρα, μίσος: Tου έχει / βαστάει / κρατάει ~. β. καβγάς, φιλονικία: Γυρεύει ~. Γίνεται ~. Όσο κρατάει η ~. 2. (σπάν.) μάχη ή πόλεμος.
[μσν. αμάχη < αρχ. μάχη με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [mia-ma > miama > mi-ama] ]
- αμαχητί [amaxití] επίρρ. : (λόγ.) 1. χωρίς μάχη ή πόλεμο: H πόλη / το φρούριο / η χώρα παραδόθηκε ~. 2. (μτφ.) χωρίς αντίσταση: Δεν της αρέσει να παραδίνεται ~.
[λόγ. < αρχ. ἀμαχητί]
- αμάχητος -η -ο [amáxitos] Ε5 : (νομ.) που δεν μπορεί να προσβληθεί με νόμιμα μέσα. ANT μαχητός: Aμάχητο τεκμήριο.
αμάχητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀμάχητος `που δεν μπορείς να τον πολεμήσεις΄]
- άμαχος -η -ο [ámaxos] Ε5 : (για πρόσ.) που για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι επιστρατευμένος κατά τη διάρκεια του πολέμου: Ο ~ πληθυσμός. || (ως ουσ.) οι άμαχοι: Διεθνείς συμφωνίες για τη συμπεριφορά έναντι των αμάχων.
[λόγ. < αρχ. ἄμαχος `που δε μετέχει στη μάχη΄, κατά τη σημ. του ελνστ. ουσ. τό ἄμαχον]