Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάρτυρος
1 εγγραφή
αμάρτυρος -η -ο [amártiros] Ε5 : (φιλολ.) που δεν αναφέρεται σε κείμενα αλλά υποθετικά δεχόμαστε ότι υπάρχει. ANT μαρτυρημένος: Ένας ~ γραμματικός τύπος. Aμάρτυρη γραφή μιας λέξης. Aμάρτυρο έτυμο.

[λόγ. < αρχ. ἀμάρτυρος `χωρίς μάρτυρες ή μαρτυρία΄ σημδ. γερμ. unbezeugt ή αγγλ. unattested]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες