Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμάρτυρος -η -ο [amártiros] Ε5 : (φιλολ.) που δεν αναφέρεται σε κείμενα αλλά υποθετικά δεχόμαστε ότι υπάρχει. ANT μαρτυρημένος: Ένας ~ γραμματικός τύπος. Aμάρτυρη γραφή μιας λέξης. Aμάρτυρο έτυμο.
[λόγ. < αρχ. ἀμάρτυρος `χωρίς μάρτυρες ή μαρτυρία΄ σημδ. γερμ. unbezeugt ή αγγλ. unattested]