Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αμάξωμα το [amáksoma] Ο49 : το τμήμα κάθε τροχοφόρου οχήματος που στηρίζεται στο σκελετό του και προορίζεται για τους επιβάτες ή το φορτίο· ειδικότερα, το τμήμα του αυτοκινήτου που στηρίζεται στο σασί: Εργοστάσιο κατασκευής αμαξωμάτων για φορτηγά αυτοκίνητα / λεωφορεία.
[λόγ. άμαξ(α) -ωμα απόδ. γαλλ. carrosserie]



