Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάλγαμα
2 εγγραφές [1 - 2]
αμάλγαμα το [amálγama] Ο49 : 1.κάθε κράμα που περιέχει υδράργυρο και σκόνη ενός ή περισσότερων μετάλλων: ~ χρυσού / αργύρου. 2. (μτφ.) για σύνολο στοιχείων συνήθ. θετικά χαρακτηρισμένων: Ένα ~ αγιότητας και αιδημοσύνης. Tραγούδι με νέα αμαλγάματα λέξεων και ρυθμών.

[λόγ. < μσνλατ. amalgama (από τα αραβ.)]

αμαλγαμάτωση η [amalγamátosi] Ο33 : 1.χρήση του αμαλγάματος σε ορισμένες εργασίες. α. επικάλυψη με αμάλγαμα: H ~ του καθρέφτη. β. μέθοδος για χωρισμό των πολύτιμων μετάλλων από το μετάλλευμα με χρήση αμαλγάματος. 2. παρασκευή αμαλγάματος.

[λόγ. αμαλγαματ- (αμάλγαμα) -ωσις > -ωση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες