Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλύπητος -η -ο [alípitos] Ε5 : (σπάν.) που δεν αισθάνεται οίκτο.
αλύπητα ΕΠIΡΡ 1. χωρίς οίκτο: Έβλεπα να τον δέρνει ~. 2α. συνεχώς: Kόβει ~ τα εχθρικά κεφάλια. β. χωρίς σκέψη: Ξοδεύει ~. [αρχ. ἀλύπητος `που δεν έχει λύπες΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]