Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλόγα η [alóγa] Ο25α : (μειωτ.) μεγαλόσωμη και άγαρμπη γυναίκα· φοράδα2: Είναι μια / σαν ~.
[άλογ(ο) -α κατά το φοράδα]
- αλογάρης ο [aloγáris] Ο11 : (λογοτ.) ο αλογάς.
[άλογ(ο) -άρης]
- αλογάριαστος -η -ο [aloγárjastos] Ε5 : (προφ.) που δεν τον έχουν ή που δεν μπορούν να τον λογαριάσουν, να τον μετρήσουν ή να τον υπολογίσουν: Aλογάριαστα πλούτη / έξοδα, πολύ μεγάλα.
αλογάριαστα ΕΠIΡΡ: Ξοδεύει ~. [μσν. αλογάριαστος < α- 1 λογαριασ- (λογαριάζω) -τος]
- αλογάς ο [aloγás] Ο1 : (προφ.) αυτός που ασχολείται με άλογα.
[άλογ(ο) -άς]
- αλογατάρης ο [aloγatáris] Ο11 : (λογοτ.) ο αλογάς.
[αλόγατ(ο) -άρης]
- αλόγατο το [alóγato] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) το άλογο.
[< πληθ. αλόγατα του άλογο κατά τα ανισοσύλλαβα ουδ.: όνομα - ονόματα]