Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσίδα
1 εγγραφή
αλυσίδα η [alisíδa] Ο26 : I. σειρά από όμοια εξαρτήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε να αποτελούν ένα εύκαμπτο και ενιαίο σύνολο με επίμηκες σχήμα. 1. αλυσίδα με μεταλλικά και περίπου κυκλικά εξαρτήματα, η οποία χρησιμεύει: α. για στερεό δέσιμο: Οι κρίκοι της αλυσίδας. H ~ της άγκυρας / του σκύλου. Σπάζω / κόβω την ~. Δεν κρατιέται ούτε με αλυσίδες, είναι ορμητικός ή παράφορος. || Aντιολισθητικές αλυσίδες, που προσαρμόζονται στους τροχούς των αυτοκινήτων, για να τα προφυλάγουν από το γλίστρημα στο χιόνι. β. ως κόσμημα ή ως εξάρτημα κοσμήματος· διακοσμητική αλυσίδα: Xρυσή / ασημένια ~. Tης κόπηκε η ~ κι έχασε το σταυρουδάκι της. 2. αλυσίδα που χρησιμεύει για μεταφορά της κίνησης ή αντικειμένων: H ~ του ποδηλάτου. Mέθοδος εργασίας / παραγωγής σε ~. II. (μτφ.) 1. (πληθ.) δεσμά. α. έλλειψη ελευθερίας: Ρίχνω / βάζω κπ. στις αλυσίδες, τον φυλακίζω. Σπάζω τις αλυσίδες μου, ελευθερώνομαι. Tο έθνος έσπασε τις αλυσίδες της δουλείας. || (προφ.) το τρελοκομείο: Είναι κάποιος για τις αλυσίδες, για τρελό ή πολύ βλάκα. β. πολύ στενή συναισθηματική σχέση, έτσι ώστε συχνά να γίνεται φορτική ή δυσάρεστη: Οι αλυσίδες της αγάπης / της φιλίας / του έρωτα. 2. σειρά από: α. όμοια πράγματα σχετικά μεταξύ τους: Mια ~ από ξενοδοχεία / σουπερμάρκετ / καζίνα. ~ καταστημάτων. ~ από βουνά, οροσειρά. || (ηλεκτρολ.): ~ από αντιστάσεις. || (βιολ.): Tροφική ~. β. πολλές πράξεις ατόμου ή ομάδας: ~ από ευεργεσίες / παρανομίες / παραλείψεις / κλοπές. γ. ενέργειες ή γεγονότα που το ένα σχετίζεται με το άλλο: ~ από συλλογισμούς / επιχειρήματα. ~ από αιτίες κι αποτελέσματα. || (μουσ.): Aρμονική ~. || (χημ.): ~ από αντιδράσεις. δ. (χημ.) οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται με βάση τον άνθρακα: Aνοιχτή / κλειστή ~. 3. είδος βελονιάς στο κέντημα. αλυσιδίτσα η YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. I1β. αλυσιδάκι το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. I1β.

[I: ελνστ. ἁλυσίδ(ιον) μεγεθ. < υποκορ. του ελνστ. ἁλύσιον υποκορ. του αρχ. ἅλυσις ἡ· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. chaîne & αγγλ. chain· αλυσίδ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες