Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλογόνο το [aloγóno] & αλατογόνο το [alatoγóno] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (χημ.) ονομασία ομάδας του περιοδικού συστήματος στοιχείων που περιλαμβάνει το φθόριο, το χλώριο, το βρόμιο, το ιώδιο και το άστατο: Iδιότητες / χρήσεις των αλογόνων. Λάμπες αλογόνου.
[αλο-: λόγ. < γαλλ. halogène < αρχ. ἁλ- (ἅλς) `αλάτι΄ -ο- + -gène = -γόνον· αλατο-: λόγ. μτφρδ. με βάση την αρχ. γεν. ἅλατ(ος)]



