Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλογο- [aloγo] & αλογό- [aloγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. άλογο ως α' συνθετικό· (πρβ. ιππο-I): 1. σε σύνθετα ουσιαστικά δηλώνει ότι το β' συνθετικό προέρχεται από το άλογο, ανήκει ή αναφέρεται σ΄ αυτό: ~βουνιά, αλογόδοντο, ~μάντρα, αλογόμυγα, ~πάζαρο, αλογότριχα. 2. σε κτητικά σύνθετα ονόματα: ~μούρης, ~πόδης. 3. σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~βοσκός, ~κλέφτης, ~σύρτης, αυτός που βόσκει, κλέβει, σέρνει άλογα. 4. σε παρατακτικά σύνθετα: ~γέλαδα, ~μούλαρα.
[ελνστ. ἀλογο- θ. του ουσ. ἄλογο(ν) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀλογο-τροφεῖον, ἀλογο-μυῖα `αλογόμυγα΄, μσν. αλο γο-πατουματέα `πατημασιά αλόγου΄]



