Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογάς
1 εγγραφή
αλογάς ο [aloγás] Ο1 : (προφ.) αυτός που ασχολείται με άλογα.

[άλογ(ο) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες