Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλμπινισμός ο [albinizmós] Ο17 : (ιατρ.) ολική ή μερική έλλειψη της χρωστικής ουσίας στα μαλλιά, στο δέρμα ή στην ίριδα των ματιών.
[λόγ. < γαλλ. albinisme (-isme = -ισμός)]