Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλματώδης -ης -ες [almatóδis] Ε11 : για κτ. που εξελίσσεται με ταχύτατο ρυθμό, που κάνει άλματα· ραγδαίοςβ: H ανάπτυξη του τουρισμού ήταν ~ κατά τις τελευταίες δεκαετίες. H υγεία του παρουσίασε αλματώδη βελτίωση / επιδείνωση. H αύξηση των τιμών δε συγκρατείται, είναι ~. H επιστήμη έκανε αλματώδεις προόδους τον εικοστό αιώνα.
αλματωδώς ΕΠIΡΡ: H βιομηχανία εξελίσσεται ~. [λόγ. αλματ- (άλμα) -ώδης μτφρδ. αγγλ.(;) by leaps and bounds· λόγ. αλματώδ(ης) -ώς]