Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλόφωνο το [alófono] Ο42 : (γλωσσ.) καθεμία από τις δύο ή περισσότερες ποικιλίες του ίδιου φωνήματος, οι οποίες αρθρώνονται και ακούγονται διαφορετικά: Tο φώνημα /x/ έχει στα νέα ελληνικά δύο αλλόφωνα: [x] (χαρά) και [
] (χέρι). [λόγ. < γαλλ. allophone < allo- = αλλο- + αρχ. φων(ή) -ον (διαφ. το ελνστ. ἀλλόφωνος `αλλόγλωσσος΄)]