Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλόμορφο το [alómorfo] Ο42 : (γλωσσ.) καθεμιά από τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να παρουσιάσει ένα μόρφημα: Tα α- και αν- είναι αλλόμορφα του στερητικού προθήματος.
[λόγ. < αγγλ. allomorph < allo- = αλλο- + morph(eme) = μόρφ(ημα) -ον (διαφ. το αρχ. ἀλλόμορφος `με παράξενη μορφή΄)]



