Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλλοδαπός
1 εγγραφή
αλλοδαπός -ή -ό [aloδapós] Ε1 : (επίσ.) ξένος2. ANT ημεδαπός. 1. που δεν είναι υπήκοος της χώρας στην οποία βρίσκεται ή κατοικεί: ~ τουρίστας / επενδυτής / φοιτητής. || (ως ουσ.) ο αλλοδαπός, θηλ. αλλοδαπή: Tμήμα αλλοδαπών, που είναι υπεύθυνο για τους αλλοδαπούς. Xορήγηση άδειας παραμονής σε αλλοδαπό. Aπέλαση αλλοδαπού. 2. που ανήκει σε αλλοδαπό ή που προέρχεται από το εξωτερικό: Aλλοδαπή εταιρεία. Aλλοδαπά προϊόντα. || (ως ουσ., λόγ.) η αλλοδαπή, χώρα ή χώρες του εξωτερικού· το εξωτερικό: Σπούδασε στην αλλοδαπή.

[λόγ. < αρχ. ἀλλοδαπός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες