Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλληλοϋποβλέπομαι [aliloipovlépome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα που υποβλέπονται αμοιβαία, που το ένα υποβλέπει το άλλο.
[λόγ. αλληλο- + υποβλέπομαι]