Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλληλοϋποβλέπομαι
1 εγγραφή
αλληλοϋποβλέπομαι [aliloipovlépome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) (συνήθ. πληθ.) : για πρόσωπα που υποβλέπονται αμοιβαία, που το ένα υποβλέπει το άλλο.

[λόγ. αλληλο- + υποβλέπομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες